κατήνιον

κατήνιον
κατήνιον, τὸ (Μ) [κατήνα]
αλυσίδα, κατήνα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατήνιον — κατή̱νιον , κατά ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατή̱νιον , κατά ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”